- αποχυσις
- ἀπόχυσιςἀπό-χῠσις-εως ἥ досл. разлитие, перен. рассеяние, распространение
(ἀκτίνων Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀκτίνων Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπόχυσις — pouring out fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχύσει — ἀπόχυσις pouring out fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποχύσεϊ , ἀπόχυσις pouring out fem dat sg (epic) ἀπόχυσις pouring out fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχύσεις — ἀπόχυσις pouring out fem nom/voc pl (attic epic) ἀπόχυσις pouring out fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόχυσιν — ἀπόχυσις pouring out fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόχυση — Μέθοδος που γίνεται σε υγρό κατασταλαγμένο, δηλαδή που έχει αυθόρμητα διαχωριστεί από ένα στερεό με την επίδραση της βαρύτητας. Αν σε ένα υγρό βρίσκονται στερεά σωματίδια σε αισθητές ποσότητες σαν αιώρημα σε ηρεμία, πρώτα διαχωρίζονται τα… … Dictionary of Greek
ἀποχύσεως — ἀποχύσεω̆ς , ἀπόχυσις pouring out fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)